ῥῖγος

ῥῖγος
ῥῖγος
Grammatical information: n.
Meaning: `frost, cold, shivering fit' (ε 472).
Compounds: Some compp., e.g. ῥιγο-πύρετος m. (-ον n.) `tertian fever, ague' (Gal., Ptol. a.o.) for older (Hp.) πυρετὸς καὶ ῥῖγος (Strömberg Wortstud. 85), ἀ-ρριγής (adv. -γέως) `not sensitive to cold' (Hp.); also ἄ-ρ(ρ)ιγος `id., not shivering (Arist., Aret.) as δύσ-ριγος `to tolerate cold badly' (Hdt., Arist., Thphr.); both connected with ῥιγέω as e.g. δύσ-φορος with φορέω, φέρω. From it as denom. ῥιγώω, -ῶσαι, rarely w. ἐπι-, ἐν- a.o., `to freeze' (ξ 481), after the opposite ἱδρώω (not from *ῥιγωσ- with e.g. Schwyzer 724).
Derivatives: ἔρρῑγα perf. `freeze, congeal, shudder', aor. ῥιγῆσαι (ep. Il.), fut. ῥιγήσω (Ε 351), pres. ῥιγέω (Pi.); rarely w. ἀπο-, ἐπι-, κατα-. -- Primary comp. ῥίγιον `colder, ghastlier, terribler' (Hom., Hes., Semon.), sup. ῥίγιστα (Ε 873), -ος, -ον (A. R., Nic.). -- Further adj.: 1. ῥιγεδανός `ghastly, terrible' (Τ 325, A. R., Opp.), after unknown example to ῥιγος or from *ῥιγεδών? (Chantraine Form. 362, Schwyzer 530, Specht Ursprung 199 a. 345); 2. ῥιγαλέος `id.' (Emp.); to ῥῖγος as ἀργαλέος to ἄλγος (Debrunner IF 23, 21, Benveniste Origines 46); 3. ῥιγηλός (κατα-) `id.' (ξ 226, Hes. Sc., Nic., Nonn. Ap), from ἔριγα, ῥιγέω; 4. ῥιγώδης `causing a shivering fit' (Hp., Gal.), from ῥῖγος; 5. `Ρῖγμος m. n. of a Thracian (Υ 485); to ῥῖγος as θερμός to θέρος (Risch $ 19f)?
Origin: IE [Indo-European] [1004] *sriHg-os `cold'
Etymology: With ἔρριγα : ῥῖγος agree γέγηθα : γῆθος, λέληθα : Dor. λᾶθος, with ablaut γέγονα : γένος a.o.; as ῥίγιον : ῥῖγος also e.g. ἄλγιον : ἄλγος, κέρδιον : κέρδος (Schwyzer 539). -- With ῥῖγος agrees exactly Lat. frīgus n. `cold, frost, shivering' when we posit IE *sriHgos n. Thus ῥῑγέω = Lat. frīgeō, but they may originate from parallel innovation. Further connection quite uncertain; s. WP. 2, 7 05 f. and W.-Hofmann s. frīgeō w. rich lit.
Page in Frisk: 2,654-655

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥῖγος — frost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή …   Dictionary of Greek

  • ρίγος — το ους 1. τρεμούλιασμα του σώματος εξαιτίας κρύου, κρυάδα, σύγκρυο: Από το πολύ κρύο τον έπιασε ρίγος. 2. το πρώτο στάδιο σε μερικές αρρώστιες (ελονοσία κτλ.): Του ρθε πάλι ρίγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ριγεδανός — ή, όν, Α 1. αυτός που προκαλεί ρίγος 2. (κατ) επέκτ.) φρικτός, φοβερός 3. ο ριγηλός. επίρρ... ῥιγεδανῶς Α με ρίγος, ῥιγηλῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος, πιθ. μέσω αμάρτυρου προσηγορικού *ῥιγεδών (< ῥιγέω, ῶ + επίθημα δών), πρβλ. πευκεδανός] …   Dictionary of Greek

  • ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… …   Dictionary of Greek

  • ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • ριγώδης — ῶδες, Α [ῥῑγος] 1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος 2. αυτός που προκαλεί ρίγος …   Dictionary of Greek

  • ῥίγει — ῥί̱γει , ῥῖγος frost neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥί̱γεϊ , ῥῖγος frost neut dat sg (epic ionic) ῥί̱γει , ῥῖγος frost neut dat sg ῥί̱γει , ῥιγέω shudder pres imperat act 2nd sg (attic epic) ῥί̱γει , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) …   Dictionary of Greek

  • καταριγηλός — καταριγηλός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥιγηλός (< ῥῖγος)] …   Dictionary of Greek

  • ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”